- νεραντζιά
- η(λ. αραβ. ή περσ.), δέντρο που κατατάσσεται στα εσπεριδοειδή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεραντζιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Κορινθίας. * * * και νεραντζέα, η (Μ νεραντζέα) κοινή σήμερα ονομασία τού εσπεριδοειδούς Citrus aurantium, γνωστού και ως χρυσομηλιά, κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς… … Dictionary of Greek
νεραντζοπούλα — η μικρή νεραντζιά που δεν έχει ακόμη καρποφορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεραντζιά + συνδετικό φωνήεν ο + υποκορ. κατάλ. πούλα, θηλ. τής κατάλ. πουλος*] … Dictionary of Greek
νεραντζούλα — η [νεραντζιά] 1. μικροκαμωμένη νεραντζιά 2. λεπτοκαμωμένη κοπέλα … Dictionary of Greek
κιτρομηλιά — και κιτρομηλέα, η [κιτρόμηλο] η νεραντζιά … Dictionary of Greek
μανταρινιά — Κοινή ονομασία του φυτού Citrus reticulata της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για 4.000 χρόνια περίπου, και απ’ όπου εισήχθη στις μεσογειακές χώρες κατά τις αρχές του 19ου αι.… … Dictionary of Greek
νεραντζέα — η (Μ νεραντζέα) βλ. νεραντζιά … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek